- κρατιστεύω
- κρατιστεύω (Α) [κράτιστος]1. είμαι έξοχος, εξέχω, υπερέχω, είμαι ανώτερος (α. «λόγος κρατιστεύων», Πίνδ.β. «τῷ σώματι καὶ τῆ ψυχῆ κρατιστεύοντας», Ξεν.)2. υπερτερώ, νικώ κάποιον («ἐν οἷς ἐκεῑνος τῶν ἡλικιωτῶν ἐκρατίστευε», Iσοκρ.)3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κρατιστεύωνο νικητής.
Dictionary of Greek. 2013.